Ο Βασίλης ήταν πολύ ταχτικός πάντα. Έβαζε όλες του τις κάλτσες ανά ζευγάρια τη μια μέσα στην άλλη και τις αράδιαζε μες στο συρτάρι σαν στρατιωτάκια – μονόχρωμα, γιατί ήταν μαύρες όλες. Τα πουκάμισά του, τα τρία που είχε, δεν ήταν ποτέ στραβοβαλμένα στις κρεμάστρες μες στην ντουλάπα, μα οι ώμοι τους ήταν ευθυγραμμισμένοι και τα κουμπιά τους προσεχτικά κουμπωμένα, από το πρώτο ως το γιακά. Χάρη σε τούτη την τάξη που είχε σ’ όλα, στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου όπου ήταν νεωκόρος δεν θα έβλεπες ποτέ κερί που μισοκάηκε, ξεχασμένο στο μανουάλι, ή σκόνη να ’χει αφεθεί ασκούπιστη.
Δεν ταξίδευε ποτέ, και περίεργη ταραχή τον κυρίεψε όταν αποφάσισαν τριάντα δύο χωριανοί κι ο παπα-Φάνης να κατέβουν για το συλλαλητήριο στην Αθήνα. Θα έφευγαν με το πούλμαν Κυριακή αχάραγα, στις τέσσερις, να ’ναι στην Αθήνα στις έντεκα, και θα επέστρεφαν αυθημερόν. Έτσι, δεν χρειαζόταν να πάρει μαζί άλλη αλλαξιά, εξόν από τα ρούχα που θα φόραγε· ούτε καν οδοντόβουρτσα κι οδοντόκρεμα. Να ’παιρνε λοιπόν για το ταξίδι το μαύρο του σακβουγιάζ; Και με τι θα το γέμιζε; Τελικά αποφάσισε να πάρει μια τσάντα, Ανδρικά-Γυναικεία Υποδήματα ΑΦΟΙ ΓΚΑΡΤΖΟΝΙΚΑ, με χερούλια από σκληρό πλαστικό, που κούμπωναν – και μέσα έβαλε δύο σάντουιτς, ένα πακέτο μπισκότα, ένα μικρό μπουκάλι νερό, το πορτοφόλι του κι ένα πακέτο χαρτομάντιλα.