Δημήτρης Σωτηρόπουλος

Τετάρτη βράδυ, νωρίς. Μετά από μια πολύωρη συζήτηση για επαγγελματικά θέματα, ο φίλος - συνεργάτης μου έχει τη φαεινή ιδέα: «Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι εδώ δίπλα στα...»;
«Πού, άνθρωπέ μου;», τον ρωτάω. «Τι να φάμε;». Ξέρω ότι νηστεύει, όπως κι εγώ.
«Μην ανησυχείς, έχουν και νηστίσιμα», απαντά γελώντας.
Ακολουθώ χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. Μπαίνουμε στο ταχυφαγείο (fast-food στην βαρβαρική) κι ο φίλος μου απτόητος παραγγέλνει ένα από τα νηστίσιμα πιάτα που φαίνεται να ξέρει καλά. Γαρίδες με πατάτες, όλα τηγανιτά. Ζητώ μια πατάτες σκέτη για μένα.
Ο κόσμος είναι πολύς στα ταμεία. Αναγκαστικά, πρέπει να περιμένουμε αρκετή ώρα για να έρθει η παραγγελία μας. Ο φίλος πάει να πιάσει τραπέζι κι έτσι στέκομαι μόνος εκεί, ανάμεσα στους αγνώστους και τους άδειους δίσκους που περιμένουν να γεμίσουν «με αυτές τις βρωμιές», όπως λέει και μια θεία μου τα «ετοιματζίδικα».
Θες η έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια, θες η προσπάθεια να περάσει ευκολότερα η ώρα της αναμονής, «στήνω αυτί» κι ακούω τις παραγγελίες των διπλανών. Είμαι ήδη προκατειλημμένος, αφού μουρμουρίζω μέσα μου πως ημέρες Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τα φαστφουντάδικα είναι γεμάτα, από νεολαία κυρίως που ήρθε να...χλαπακιάσει κρέας, το δίχως άλλο!