Δημήτρης Μάρτος
Αμέσως με κέρδισε με την οξυδέρκεια και την σαφήνεια του πολιτικού του λόγου. Επηρέασε καθοριστικά την πολιτική μου αγωγή. Φώτισε τα σκοτάδια της μεταδικτατορικής πολιτικής αβελτηρίας. Τα βιβλία, τα κείμενα, οι ομιλίες, οι νουθεσίες και οι δράσεις του, συγκροτούν όχι μόνο ένα απόθεμα ιδεών και πρακτικών για τους νέους ανθρώπους, τους «ευγενείς συναθλητές» του, όπως αισιόδοξα ευελπιστούσε, αλλά και μια σχολή πολιτικής θεωρίας και
σχεδιασμού. Αυτό που διέκρινε κανείς στην υπερβατική προσωπικότητα του ήταν το υψηλό αίσθημα ατομικής ευθύνης απέναντι στην εθνική συλλογικότητα.
Την εγκωμίασε με σθένος και πάθος, σαν αντιστάθμισμα στο μαγαρισμό της και τελικά στη «δολοφονία» της από τη διανοητική πενία και τον καιροσκοπισμό των μεταπολιτευτικών
πολιτικών μορφωμάτων.
Ό,τι επεξεργαζόταν και ό,τι πρότεινε το τεκμηρίωνε και ιστορικά στις διδαχές των μεγάλων δασκάλων μας. Και είχε εμπεδώσει πρωτίστως την ουσία της αρχαίας ελληνικής παιδείας: ότι ο άνθρωπος πρέπει να κρίνεται από το «είναι» του, από το λόγο και την ηθική και όχι από το «έχειν», τον πλούτο και τη δύναμη.
Ύφαινε ένα νήμα στιγμών της ελληνικής ιστορίας που μπορούσαν να αποτελέσουν τα σταθερά βάθρα μιας στρατηγικής ανάτασης, μιας εξόδου από το αέναο τέλμα και τη συρρίκνωση. Η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα ήταν η μεγαλειώδης αφετηρία του νήματος. Στην σκέψη του το κλεινόν άστυ δεν ήταν ένα άθροισμα σπιτιών, ιδιοκτησιών και ιδιωτών, αλλά ο δημόσιος χώρος, ήταν η Αγορά, η οποία μετέτρεπε το άστυ σε Εκκλησία του Δήμου, σε πόλη-πολιτεία, και όχι σε πόλη-κράτος, δηλαδή, σε πόλη - γραφειοκρατών και ιδιοκτητών. Η Πόλη-Αγορά ήταν, για τον ΜΧ, η πρώτη ιστορική στιγμή, όχι μόνο για την εθνική αλλά και την οικουμενική χειραφέτηση. Την τίμησε, δίνοντας στο ηλεκτρονικό βήμα του το όνομά της.
Βάσισε τη στρατηγική της ανάτασης και της νέας διεθνούς περπατησιάς των Ελλήνων σε κάποιες ιδεολογικοπολιτικές, κοινωνικές, αναπτυξιακές και ιστορικές κοινότητες. Η πρώτη ιδεολογικοπολιτική κοινότητα ήταν το ΠΑΣΟΚ. Ως ιδρυτικό μέλος και μέλος της συντακτικής ομάδας της Διακήρυξής του, ήλπιζε στη συγκρότηση ενός πολιτικού θεσμού σε δημοκρατική βάση και όχι παλαιοκομματική και σταλινική, βασισμένο στα κοινωνικά κινήματα και όχι στο πελατειακό κράτος. Διέκρινε, όμως, ότι το ΠΑΣΟΚ κατανάλωσε σύντομα την «πολιτική πρόσοδο» που του έδωσε η Ιστορία. Μας έλεγε ότι «το ΠΑΣΟΚ το κάναμε για να πάμε στην Κερύνεια και όχι στα Ίμια». Προσπάθησε να εξηγήσει τι οδηγούσε αυτή τη μεγάλη ιδεολογικοπολιτική κοινότητα στον εκφυλισμό, προτείνοντας και τους τρόπους της ανασυγκρότησής της. Τη «Σύγκρουση του Νέου με το Παλαιό», όπως παρουσίασε στο ομότιτλο βιβλίο τη σύγκρουσή του με τις γραφειοκρατικές, σταλινικές και κρατικίστικες αντιλήψεις και πρακτικές στο κόμμα, νομίζω ότι η μέθη της εξουσίας δεν άφησε να την καταλάβουν.
Η δεύτερη κοινότητά του ήταν οι «Ιταλοί», ένα διακριτό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα, που ανδρώθηκε αρχικά μέσα στο ΠΑΣΟΚ και τη διαμόρφωσή του την επιμελήθηκε ο ίδιος. Δεν επρόκειτο για κάποια πολιτική σέχτα αλλά για συναγωνιστές των φιλόδοξων στρατηγικών του και των ενδιάμεσων εφαρμογών τους. Αλλά ο ΜΧ υπερέβη το στενό πολιτικό προσδιορισμό του «Ιταλού», βαδίζοντας στη συνέχεια μόνος του, για να ενδυθεί η προσωπικότητά του με εθνικές και σταδιακά με οικουμενικές διαστάσεις.
Η τρίτη κοινότητα ζητημάτων, που περιπλανήθηκε και ανέδειξε ως ψηφίδες της στρατηγικής του, ήταν οι αναπτυξιακές κοινότητες. Πρωτίστως, οι «τόποι», οι γεωγραφικοί και ιστορικοί, με τους οποίους ως άλλος Δημητριεύς υποδείκνυε να ασχοληθούμε, να αναδείξουμε τα απόκρυφα νοήματά τους και τα παραγωγικά τους πλεονεκτήματα που απωθήθηκαν από τον αθηνοκεντρισμό. «Ο μεγάλος πόρος του συστήματος Ελλάδα είναι ο τόπος, το έδαφος, το τοπίο» μας υπενθύμιζε. Η γονιμότητα της σκέψης του τροφοδοτούνταν από τη μεγάλη κοινοτιστική, συνεταιριστική και αγροτοδιατροφική μας παράδοση.