Κείμενο: Κωστής Παπαγιώργης
Με την έλξη, τη λατρεία των πραγμάτων και τη σκλαβιά τους όλοι βρίσκουμε τον μπελά μας. Εκ παραδόσεως, όλα τα οχληρά κουσούρια τα ανακαλύπτουμε πρώτα στους γύρω μας. Τι έχει πάθει ο Μάκης με το αυτοκίνητό του και το προσέχει σαν νεογέννητο; Πώς ανέχεται ο Σάκης να έχει τόση εξάρτηση από την ενδυμασία του, από τα μικροαντικείμενα της δουλειάς του, από ένα ρολόι ή έναν αναπτήρα; Δεν πρόκειται για απλή φροντίδα, για ένα φαιμπλ, όπως λένε, που μυστηριωδώς συνδυάζεται με κάτι άψυχο, αλλά για θορυβώδη σκλαβιά που αγγίζει τα όρια της μανίας.
Εντούτοις, ο «σκλάβος» -τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα- δείχνει να απολαμβάνει και να χαίρεται. Όπως τα ανήλικα που δεν αποχωρίζονται την κουβέρτα «τους», κάθε αγαπημένο αντικείμενο πάει μαζί με το «μου» και το «του» ή το «της». Σε κάποια σύναξη ο ένας καταφθάνει με τη φοβερή κουστουμιά «του», η άλλη με τις τρομερές γόβες «της», ο γηραλέος με όλα τα συμπράγκαλα του καπνίσματος (τον καπνό «του», την πίπα «του», τον αναπτήρα «του»), η τάδε παρδαλή με τα βαθιά ντεκολτέ «της» και η ψωνάρα μες στα ακριβά «της» μανικετόκουμπα και τα φυτευτά της δόντια (χροιά ξεφλουδισμένου αμύγδαλου).
Στην περίπτωση που κάτι προσωπικό κι αγαπημένο χαθεί, ο απωλέσας γυρίζει τον κόσμο ανάποδα. Δεν μπορεί τάχα να το αντικαταστήσει με ένα άλλο πανομοιότυπο, όπως αντικαθιστούμε μια στιγμή με μιαν άλλη ή μια μπουκιά με την επόμενη; Ο τέως κάτοχος επιμένει: θέλω αυτό και μόνο, νιώθω σαν να έχασα το μισό εαυτό μου. Και πράγματι. Η κατοχή δεν ταυτίζεται με τη χρηστικότητα, με την αντικειμενική αξία του πράγματος, κάθε εξορθολογισμός απορρίπτεται· απεναντίας του προσδίδει αξία προσώπου, έμψυχου, σάμπως ο εαυτός του να έχει μοιραστεί σε όλα τα κτήματά του συγκροτώντας μαζί τους όμαιμη οικογένεια.